- σιτηγός
- σῑτηγός , σιτηγόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτηγός — όν, Α (για πλοίο) σιταγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
σιτηγόν — σῑτηγόν , σιτηγός masc/fem acc sg σῑτηγόν , σιτηγός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτηγήσια — τὰ, Α δικαίωμα εισαγωγής ή εξαγωγής σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηγός «αυτός που μεταφέρει σίτο» + κατάλ. ήσιος*] … Dictionary of Greek
σιτηγία — ἡ, ΜΑ [σιτηγός] μεταφορά, εισαγωγή σιταριού … Dictionary of Greek
σιτηγώ — έω, Α [σιτηγός] μεταφέρω σιτάρι … Dictionary of Greek
σιτηγοῖς — σῑτηγοῖς , σιτηγέω convey pres opt act 2nd sg (attic epic doric) σῑτηγοῖς , σιτηγός masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηγοί — σῑτηγοί , σιτηγός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηγούς — σῑτηγούς , σιτηγός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηγά — σῑτηγά , σιτηγός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)